εστιχοωντο

εστιχοωντο
    ἐστιχόωντο
    эп. 3 л. pl. impf. med. к στιχάω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εστιχοωντο" в других словарях:

  • ἐστιχόωντο — στιχάομαι march in rows imperf ind mp 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kalymnos — Gemeinde Kalymnos Δήμος Καλυμνίων (Κάλυμνος) …   Deutsch Wikipedia

  • στιχάομαι — Α [στίχος] (επικ. τ.) προχωρώ κατά στίχους, βαδίζω στη σειρά μαζί με άλλους (α. «οὔθ ἅλιοι δελφῑνες ἐπὶ χθονός οὔτε τι ταῡροι ἐν πόντῳ στιχόωσι», Άρατ. β. «ἐστιχόωντο ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • συνάμα — ΝΜΑ, και σύναμα Α συγχρόνως, μαζί (α. «συνάμα ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ τριηκόσιοι ταῡροι σύναμ ἐστιχόωντο», Θεόκρ.) αρχ. μόλις, ευθύς ως («σύναμα τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύναμα < σύν + ἅμα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»